ἀργυραμοιβοῦ

ἀργυραμοιβοῦ
ἀργυραμοιβός
money-changer
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • αμειπτικός — ἀμειπτικός, ή, όν (AM) μσν. αυτός που ανταμείβει, που ανταποδίδει αρχ. ο σχετικός με την ανταλλαγή, ειδικά νομισμάτων «ἀμειπτικὴ τράπεζα», το τραπέζι τού αργυραμοιβού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω + παραγ. κατάλ. τικός] …   Dictionary of Greek

  • επικάθημαι — (AM ἐπικάθημαι) [κάθημαι] κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζω αρχ. 1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω 2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι 3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • επικαταλλαγή — Όρος με διττή σημασία στην οικονομική ορολογία. Η πρώτη δηλώνει την προμήθεια που εισπράττεται ως αντάλλαγμα της υπηρεσίας ανταλλαγής ενός νομίσματος με άλλο διαφορετικού είδους ή προερχόμενου από άλλο κράτος. Γενικά, το αντάλλαγμα αυτό… …   Dictionary of Greek

  • καταλλαγή — η (AM καταλλαγή) [καταλλάσσω] συνδιαλλαγή, συμφιλίωση, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων μσν. αρχ. 1. εκκλ. α) διαλλαγή τών αμαρτωλών με τον θεό β) συγχώρηση, άφεση 2. ανταλλαγή νομισμάτων αρχ. 1. το κέρδος τού αργυραμοιβού ή τραπεζίτη κατά την αλλαγή …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τραπέζιο — Τετράπλευρο με παράλληλες τις δύο απέναντι πλευρές. Οι δύο αυτές πλευρές ονομάζονται βάσεις και η μεταξύ τους απόσταση ύψος του τ. Όταν η μία από τις δύο μη παράλληλες πλευρές είναι κάθετη προς τις βάσεις, το τ. λέγεται ορθογώνιο· αν οι πλάγιες… …   Dictionary of Greek

  • αργυραμοιβός — ο αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την ανταλλαγή νομισμάτων, ο σαράφης: Το επάγγελμα του αργυραμοιβού σήμερα έχει σβήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”